αντιβασιλικός

αντιβασιλικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που είναι αντίθετος στο βασιλιά ή το βασιλικό θεσμό: Ζωηρή αντιβασιλική κίνηση σημειώθηκε στην Ευρώπη ύστερα από τον α’ παγκόσμιο πόλεμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιβασιλικός — ή, ό ο αντίθετος με τον βασιλιά ή τον θεσμό της βασιλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + βασιλικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ι. Κωλέττη] …   Dictionary of Greek

  • αντιδυναστικός — ή, ό αντίθετος με τη δυναστεία ή τους δυνάστες, αντιβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δυναστικός < δυνάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”