- αντιβασιλικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που είναι αντίθετος στο βασιλιά ή το βασιλικό θεσμό: Ζωηρή αντιβασιλική κίνηση σημειώθηκε στην Ευρώπη ύστερα από τον α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.